ἀεξίτροφος

ἀεξίτροφος
ἀεξί-τροφος, ον,
A fostering growth, Orph.H.51.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αεξίτροφος — ἀεξίτροφος, ον (Α) αυτός που ευνοεί την αύξηση, την ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + τροφός < τρέφω] …   Dictionary of Greek

  • ἀεξιτρόφοισιν — ἀεξίτροφος fostering growth masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”